- ντουφέκι
- ντουφέκι, το και τουφέκι, το(λ. τουρκ.)μακρύκαννο φορητό πυροβόλο όπλο: Να, το σπαθί γοργάστραψε, βρόντησε το ντουφέκι (Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντουφέκι — το βλ. τουφέκι … Dictionary of Greek
τουφεκιά — και ντουφεκιά, η, Ν 1. πυροβολισμός με ντουφέκι 2. η απόσταση βολής τουφεκιού 3. ο ήχος τού πυροβολισμού τουφεκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / ντουφέκι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
τυφέκιο — και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό τού οπλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 … Dictionary of Greek
History of Patras — The city of Patras has an important history of four thousand years. Patras has been inhabited since the prehistoric age and constituted an important centre of the Mycenean era. In the antiquity it was a leading member of the Achaean League.… … Wikipedia
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
γκρας — Οπισθογεμές ντουφέκι που πήρε την ονομασία του από τον κατασκευαστή του, Γάλλο στρατηγό Γκρα. Με το όπλο αυτό, εφοδιάστηκε ο ελληνικός στρατός την περίοδο 1877 1906. * * * ο και γκρα, το οπισθογεμές τουφέκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gras, από το όνομα … Dictionary of Greek
σισανές — ο, Ν στρ. εμπροσθογεμές ντουφέκι τού 18ου και 19ου αιώνα, με κάννη αρχικά εξαγωγικής διατομής, η οποία μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε ραβδωτή κυλινδρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
τουφέκι — και ντουφέκι, το, Ν στρ. βλ. τυφέκιο … Dictionary of Greek
τουφεκόβεργα — και ντουφεκόβεργα, η, Ν βέργα που χρησιμοποιούσαν στα εμπροσθογεμή τουφέκια για να γεμίζουν την κάννη με μπαρούτι και βλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / ντουφέκι + βέργα] … Dictionary of Greek
τουφεκώ — και ντουφεκώ, άω, Ν [τουφέκι / ντουφέκι] ρίχνω σφαίρες με το τουφέκι, πυροβολώ … Dictionary of Greek